ντάλα

ντάλα
(λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., ακριβώς, μόνο στη φράση: Ντάλα μεσημέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ντάλα — επίρρ. (μόνο στη φρ.) «ντάλα μεσημέρι» ακριβώς το μεσημέρι, το καταμεσήμερο, μεσημεριάτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dal «ακριβώς»] …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτίας, νομός — Νομός (1.515 τ. χλμ., 46.091 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο βορειοδυτικό τμήμα της, με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας και συνορεύει στα Β με την Αλβανία, στα Α με τον νομό Ιωαννίνων, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”